Δώδεκα αγόρια του σχολειού κι η Χριστινιώ μια τάξη μη βρέξει και μη στάξει Τ' αγόρια τ' ορκιστήκανε στην παλικαροσύνη να κλέψουν τη Χριστήνη Βαρκούλαν αρματώνουνε με σταυρωτό πανάκι Χριστίνα, Χριστινάκι Έμπα καλή στο βάρκα μας, να πάμε και να 'ρθούμε τραγούδι που θα πούμε Τ' αστέρια τρεμουλιάζουνε στου Ζέφυρου το χάδι το όμορφο του το βράδυ Σπαρμένο χρυσαλούλουδα το πέλαγο λιβάδι το όμορφο του το βράσυ Το Χριστινάκι τραγουδά, της βράκας κυβερνήτης γλυκιά που είν' η φωνή της Και λέει τραγούδι του έρωτα και για τον πόθο λέει για το φιλί που καίει Γέλια τραγούδια σώπασαν, τ' αγόρια συμπαλεύσουν μοχτον, φιλί γυρεύουν Κανείς δεν είναι στο κουπί, κανείς και στο τιμόνι λαχτάρα που τούς ζωνει Κι η βάρκα η ποθοπλάνταχτη πάει στων νερών το βράθη με του έρωτα τα πάθη Δεν κλαίω τα δώδεκα παιδιά, τους νιους, τους μαθητάδες τις δώδεκα μανάδες Μόν' κλαίω τα μάτια τα γλαρά, το λυγερό κορμάκι τ' αγρίμι το ελαφάκι Που ήτανε δώδεκα χρονών, παρθένα Παναγιά μου κι λαμπε η γειτονιά μου