Το σπίτι του είναι σαν να πονάει Το βάφει άσπρο ξανά και ξανά Να φύγει η βρωμιά του μυαλού του Να μην σκέφτεται τα παλιά Στο κόκκινο ντουλάπι φυλάει Του αδελφού του τα πορνοπεριοδικά Ξανθά κορίτσια φυλακισμένα Τα βλέμματα τους μίλια μακριά Ο Βασίλης οδηγάει στην πόλη Αργοπεθαίνει και ακούει δυνατά Τις κλωτσιές και τις στριγγλιές από μέσα Στο μυαλό του έχει κλεμμένα παιδιά Δεν έτυχε να πάει πουθενά Μονάχα την Αθήνα γνωρίζει Την γνωρίζει καλά Ο Αντώνης μικρός. Αλήτης σωστός. Ξυπόλητα πόδια Ο Αντώνης μικρός. Δοκίμαζε φως. Κορίτσια κρυφά και αγόρια Ο Αντώνης μικρός. Θαμμένο σκυλί στα πυκνά πεύκα Ο Αντώνης μικρός δεν ήξερε τι πάει να πει αίμα Αντώνη δε φταις. Που να ξερες πως δεν αγγίζουμε το άγιο πνεύμα Αντώνη δε φταις. Που να ξερες πως είχαν άλλα στο νου τους για σένα Αντώνη δε φταις. Η αγάπη σου φταίει που δε γνώρισε ποτέ της τέρμα Αντώνη μην κλαις. Την φλέβα σου θες να ξεπλύνουμε απ' το αίμα Τον Αντώνη τώρα αν θυμηθείς ουρλιάζοντας να τρέχει στο ρέμα Τον βρήκαν σε μια λίμνη απο βρώμικο αίμα Το άδικο άδικο αίμα