Φύσηξε αέρας δυνατός και τσάκισε τα δέντρα το καταφύγιο μας πολεμά. Σκίζει τη νύχτα ο κεραυνός στον ύπνο μας φοβέρα μ' αγκάλιασες ακόμα πιο σφιχτά. Εσύ κι εγώ μες στα σεντόνια και το βουνό έξω στα χιόνια. Κοίτα τα χρόνια πως περνούν χειμώνες καλοκαίρια αχ κοίτα τις νιφάδες στα μαλλιά. Σαν τα φτερά του αετού ανοίγουμε τα χέρια κι ο φόβος δυναμώνει τη χαρά. Εσύ κι εγώ με τα παλτά μας και στο βουνό τα όνειρά μας. Κι ανεβαίνω μόνος κι ανεβαίνεις μόνη τη δική του κορυφή καθένας μας ζυγώνει κι είναι αυτός ο πόνος που μας λευτερώνει να κοιμόμαστε μαζί και να ξυπνάμε μόνοι αόρατο σκοινί πάντα μας ενώνει. Κοίτα πως φώτισε η αυγή της νύχτας τα τοπία κι ο θάνατος γεννάει τη ζωή. Δεν είναι η αγάπη φυλακή δεν είναι ελευθερία μα ελευθερία μες τη φυλακή. Εσύ κι εγώ κι οι μοναξιές μας και στο βουνό οι κορυφές μας. Κι ανεβαίνω μόνος κι ανεβαίνεις μόνη τη δική του κορυφή καθένας μας ζυγώνει κι είναι αυτός ο πόνος που μας λευτερώνει να κοιμόμαστε μαζί και να ξυπνάμε μόνοι αόρατο σκοινί πάντα μας ενώνει.