Μες τα νερά που πλέουμε ποτέ δεν πλέει κάνεις Γιατί είναι πλεύση για λίγους, μοναδική και ακριβής Εγώ επιλεγώ να μιλήσω εσύ σιωπή σαν ιχθύς Εγώ επιλέγω να αγαπήσω εσύ αγαπάς να μισείς Και αν επιλέγω εγώ να ακούσω εσύ αγαπάς να μιλάς Εγώ είμαι ελεύθερος και συ κάπου ακόμα χρωστάς Θα είμαι δεύτερος εγώ και θα είσαι εσύ ο μπροστάς Μα γίνε άνθρωπος γιατί πάλι σαν όρνιο πετάς Και αλήθεια πόσο λάθος συνεχίζεις να με μετράς Να με σταυρώνεις σαν Χριστό και σαν Χριστός να μιλάς Πόσο κοστίζει η καλοσύνη που η καρδιά σου κρατά Ένα συμφέρον από πάνω σου συνέχεια πετά Και αν είχα δυο στιγμές να ζήσω δε θα είχες καμιά Γιατί ακούτε συγχορδία και την λέτε πενιά Και δε με νοιάζει πια καθόλου man για με τι θα πουν Γιατί όταν γράφω τα κομμάτια αυτού του κόσμου κολλούν Γιατί όταν γράφω οι καρδιές αυτού του κόσμου χτυπούν Και οι φωνές μες το κεφάλι μου ποτέ δεν σιωπούν Την άποψή μου την μετράνε και όσοι δε με αγαπούν Κάνω μεγάλους να σκέφτονται και μικρούς να ρωτούν Εμένα οι στίχοι μου πάντα μύριζαν θάνατο Γιατί παρέβαιναν και βαίνανε το άβατο Γιατί κρατάγανε τον κώδικα απαράβατο Δε με κατάλαβες ποτέ οπότε γάμα το Εμένα οι στίχοι μου μοιάζαν πάντα ναυάγια Πάνω σε τοίχους σε θρανία και σε τετράδια Γιατί ξέφευγαν δίχως να ζητούν την άδεια Γραμμένοι για παιδιά σε φυλακές και στάδια Μόνο ο γάτος που έχω δίπλα μου με ξέρει καλά Και όταν αρχίζω να κλαίω αυτός ξεκινά να γελά Μα στο χαρτί μου όταν πλέω σταματά να μιλά Μου λέει να γράψω για φόλες και σιδερένια κελιά Και συ νομίζεις πως η άποψή σου πάει να πει Και ότι τις φόλες που μου ρίχνεις θα τις δω σαν τροφή Πάντα γινόσασταν πιο άπληστοι ποτέ πιο σοφοί Σκληρά τα λόγια μα είμαι γλύπτης και τους δίνω μορφή Και συ Πιλάτος χέρια νίπτεις και ευνοείς Βαραββάν Σα τους χαζούς πετροβολάτε τα πουλιά που πετάν Σα τους τρελούς κατηγορείτε τα παιδιά που γελάν Είσαστε πιο δειλοί από σφαίρες μέσα στο Bataclan Και επιταχύνεται στην τέχνη η άνοδος των μαζών Και οι κραυγές των λύκων γίνονται σιωπή των αμνών Μα εγώ δυο λέξεις απ' τον όρκο των παλιών ανταρτών Πιστός και άγρυπνος φρουρός και των επτά θαλασσών Η ώρα πέρασε και ο γάτος μου έχει πια κοιμηθεί Και ονειρεύεται γάτες και ένα καράβι τροφή Και εκείνος ο ψηλός που ξέρατε έχει πλέον χαθεί Και με ρουφιάνους σα την πάρτη σου δε θέλει επαφή Εμένα οι στίχοι μου πάντα μύριζαν θάνατο Γιατί παρέβαιναν και βαίνανε το άβατο Γιατί κρατάγανε τον κώδικα απαράβατο Δε με κατάλαβες ποτέ οπότε γάμα το Εμένα οι στίχοι μου μοιάζαν πάντα ναυάγια Πάνω σε τοίχους σε θρανία και σε τετράδια Γιατί ξέφευγαν δίχως να ζητούν την άδεια Γραμμένοι για παιδιά σε φυλακές και στάδια Εμένα οι στίχοι μου πάντα μύριζαν θάνατο Γιατί παρέβαιναν και βαίνανε το άβατο Γιατί κρατάγανε τον κώδικα απαράβατο Δε με κατάλαβες ποτέ οπότε γάμα το Εμένα οι στίχοι μου μοιάζαν πάντα ναυάγια Πάνω σε τοίχους σε θρανία και σε τετράδια Γιατί ξέφευγαν δίχως να ζητούν την άδεια Γραμμένοι για παιδιά σε φυλακές και στάδια