Είδα στο όνειρό μου πάλι τ' Αϊβαλί και ανάμεσά μας θάλασσα γυαλί, που την περπατούσα όπως ο Χριστός κι έφτασα στο σπίτι μου γονατιστός. Βρίσκω δύο ξένους, μάνα, στη μουριά, να κοιμούνται σαν τα καλά παιδιά. Τόσο δρόμο έκανα να 'ρθώ κι ούτε ένας ίσκιος να ξεκουραστώ. Είδα στο όνειρό μου πάλι τ' Αϊβαλί και ανάμεσά μας θάλασσα γυαλί, στο καθρέφτισμά της όλα κοντινά, σπίτια και καράβια και ψηλά βουνά. Βρίσκω μία ξένη, μάνα, στα λευκά, να ποτίζει σγουρά βασιλικά. Τόσο δρόμο έκανα να 'ρθώ κι ούτε ένα φύλλο να σε θυμηθώ. Είδα στο όνειρό μου σπίτι με αυλή και ανάμεσά μας θάλασσα πολλή, για να βγω αντίκρυ δίχως να πνιγώ, δράκοντας θα γίνω όλη να την πιω.