Ο γέρος Μίμης τριγυρνά εδώ και τόσα χρόνια κι άσπρισαν σαν τα χιόνια τα έρμα του μαλλιά ζαμάνια τώρα σεργιανά τα γράμματα μοιράζει και κάτω δεν το βάζει αυτός κρατάει γερά ... Δεν ξεχωρίζεις τη λαλιά που από τα χείλη βγάνει και πάντα στο σεργιάνι σαλεύει σιωπηλά μοιράζει γράμματα, γελά κάτω απ' τα γένια τ' άσπρα τον ουρανό με τ' άστρα 'αγκαλιάζει και φιλά ... Με μια τσάντα ταχυδρόμου όλο γυρνάει Πάνω κάτω το χωριό δε σταματάει Με λογαριασμούς και γράμματα γεμάτη Σε κάθε γειτονιά, σε κάθε μονοπάτι Με το κασκέτο ν-του στραβά ο ήλιος μην ν-του δίδει ντακέρνει το ταξίδι χωρίς να σταματά μοιράζει γράμματα πολλά και πράμα δε λογιάζει στσι γειτονιές συχνάζει και πάντοτε γελά ... Του ταχυδρόμου τα κλειδιά κρατεί και σεργιανίζει σε κάθε μετερίζι, σε κάθε γειτονιά το γράμμα αφήνει που κρατά κι από-κει-ας μάνι-μάνι στενό καινούριο πιάνει και πόρτα άλλη χτυπά ... Νωρίς σηκώνεται από τ' άγρια χαράματα απ' τα δικά του βήματα 'νοίγει περάσματα γυρίζει όλο το χωριό μεσ' τα γεράματα σαν περιστέρι σεργιανά τρυγάει τα θαύματα μοιράζει σ' όλου του χωριού τα σπίτια γράμματα... μέσα απ' τα γράμματα που δίνει χρόνια τόσα την κάθε λέξη ακούς που λείπει από τη γλώσσα μας κουβεντιάζει δίχως να μας πει μια λέξη Κι όταν θα "φύγει"... το χωριό δεν θα το αντέξει!