Είναι μια χώρα που με διώχνει μακριά, με κλωτσάει με τα σκυλιά και τους λεπρούς της και χτίζει γύρω μου τείχη και κελιά για να πετάει τους νόθους γιους της. Είναι ένας δρόμος που δεν βγάζει πουθενά μα τον διασχίζω με μια ελπίδα απεγνωσμένη, γεμάτος δώρα, ξόρκια, φυλαχτά, γι' αυτούς που ζουν στη λησμονιά και τριγυρνάνε στη ζωή ξεγελασμένοι. Είναι ένας διάβολος που μέσα μου γελά κι ένας θεός που με κοιτάζει βαλσαμωμένος κι εγώ ανάμεσα τους μια έρημη σκιά να ζητιανεύω απαντήσεις πεινασμένος. Είναι μια αγάπη σαν τον θάνατο γλυκιά, είναι ένα θαύμα που μ' αφήνει μαγεμένο, διψάω γι' άπειρο, πεινάω για ομορφιά είμαι ένα σκιάχτρο που άρπαξε φωτιά. Μια χώρα, ένας δρόμος, ο θάνατος κι η ομορφιά μες στα σκοτάδια τους πλανιέμαι σαν χαμένος και κάνω κύκλους μες σ' αυτήν την ερημιά σαν κάποιο σκιάχτρο που άρπαξε φωτιά από ανθρώπους και θεούς καταραμένος.