Μια μάνα που 'χε ένα γιο, μα ήταν λωλοπαρμένη δεν είχε την υπομονή για να το αναθρέψει, και στην ποδιά της το 'βαλε, πάει να το ρεματίσει. Στο δρόμο που επήγαινε, στη στράτα που πηγαίνει μια πέρδικα την απαντά, μια πέρδικα της λέγει: Μωρή σκύλα, μωρή άνομη, μωρή μαριολεμένη, εγώ έχω δεκαοχτώ πουλιά, πάσχω να τ' αναθρέψω και συ έκανες χρυσόν υγιό, πας να τον ρεματίσεις; Και στην ποδιά της το 'βαλε, στο σπίτι της πηγαίνει το έβαλε στην κούνια του, το τραγουδά και λέει: Γιε μου σαν γίνεις κυνηγός, σαν γίνεις παλληκάρι, σαν ανταμώσεις πέρδικα, να μην τήνε σκοτώσεις. Η πέρδικα είναι η μάνα σου κι εγώ η μητριά σου.