Έχω μια τίγρη μέσα μου, άγρια λιμασμένη π' όλο με περιμένει κι όλο την καρτερώ, τηνε μισώ και με μισεί, θέλει να με σκοτώσει, μα ελπίζω να φιλιώσει καιρό με τον καιρό. Έχει τα δόντια στην καρδιά, τα νύχια στο μυαλό μου κι εγώ για το καλό μου για κείνη πολεμώ κι όλου του κόσμου τα καλά με κάνει να μισήσω, για να της τραγουδήσω τον πιο βαρύ καημό. Όρη, λαγκάδια και γκρεμνά με σπρώχνει να περάσω, για να την αγκαλιάσω στον πιο τρελό χορό, κι όταν τις κρύες τις βραδιές θυμάται τα κλουβιά της, μου δίνει την προβιά της για να τηνε φορώ. Καμιά φορά απ' το πιοτό πέφτομε μεθυσμένοι, σχεδόν αγαπημένοι, καθείς να κοιμηθεί και μοιάζει ετούτη η σιωπή με λίγο πριν τη μπόρα, σαν τη στερνή την ώρα που θα επιτεθεί.