Πάει ο Δον Μποΐσο πάει με τη δροσούλα πάει μακριά στους μαύρους για να βρει νυφούλα πάει μακριά στους μαύρους για να βρει νυφούλα. Να τηνε που πλένει σε μια κρύα βρύση. -Γεια χαρά σου μαύρη γεια σου εβραιοπούλα. Γεια χαρά σου μαύρη γεια σου εβραιοπούλα. Θέλω τ' άλογά μου λίγο να ποτίσω. -Πάρε τ' άλογό σου και μην έρθεις πίσω. πάρε τ' άλογά σου και μην έρθεις πίσω. Ούτε μαύρη είμαι ούτε εβραιοπούλα. Είμαι βαφτισμένη χρόνια σκλαβωμένη. -Αν μου λες αλήθεια τότε θα σε πάρω κι ακριβά μετάξια πάνω σου θα βάλω. Μαύρη όμως αν είσαι με τους μαύρους ζήσε. Στ' άλογο την παίρνει όλο την ρωτάει πέσανε τ' απόσκια και δεν του μιλάει ώσπου φτάσαν πέρα στο μεγάλο κάμπο. Στέναξε η κοπέλα κι άρχισε να κλαίει. -Μακρινοί μου τόποι μακρινή ζωή μου. Την ελιά που βλέπεις φύτεψε ο πατέρας. Η γλυκιά μου μάνα έγνεθε μετάξι. Και ο Δον Μποΐσο ο πικραδερφός μου έδιωχνε τους ταύρους που περνούσαν μπρος μου. -Πες μου πως σε λένε; -Είμαι η Ροσαλίντα. Έτσι με βαφτίσαν γιατί σαν γεννιόμουν φάνηκε ένα ρόδο πάνω στο κορμί μου. -Τότε απ' τα σημάδια θα 'σαι η αδερφή μου. Της χαράς τις πόρτες άνοιξε μανούλα δε σου φέρνω νύφη σου 'φερα αδερφούλα.