Με πήρανε Χαράματα Και μου είπαν ασ' τα γάμα τα. Είναι κάπως περίεργα τα πράγματα Ενώ εσύ κοιμόμουνα, Σε όνειρα χαυνώσουνα. Στον ύπνο σου γυρνούσες και ξυνόσουνα. Ξύπνησε ο πατέρας σου, Και έφτιαξε τη μέρα σου. Άλλαξε την ζωή και τον αέρα σου. Έβγαλε τα πασούμια του, Φόρεσε τα κουστούμια του. Ήπιε καφέ έφαγε τα λουκούμια του. Ξυρίστηκε, στολίστηκε, Με τα καλά του ντύθηκε. Έβαλε το άρωμα του εξαφανίστηκε. Βαρέθηκε τη γκρίνια του. Στη κρίση τα τσαλίμια του. Τα δάνεια, της κάρτες και τη φτήνια του. Να βρω μέσα μου έψαξα, Το κλάμα και έτσι έκλαψα. Και μέσα στην ψυχή μου καθώς έσκαψα. Εκεί βρήκα το θάρρος, Και μου φυγε το βάρος. Που ήρθε και μου φόρτωσε ο χάρος. Και... Ήρθανε οι συγγενείς Που πάντα είναι αγενείς. Ιδιαίτερα αμα δε θέλεις να τους δεις. Και κάνανε πως κλαίγανε. Ήτανε νέος λέγανε. Για να με διώξουνε Λιβάνια καίγανε. Γριές μονολογούσανε. Πίναν καφέ, μιλούσανε. Πιάναν μ, αγκαλιάζαν, με φιλούσανε. Εγώ ήμουν ένα χάλι, Και έψαχνα ένα μπουκάλι. Να στείλω λίγη αλκοόλη στο κεφάλι. Το... ξέρω πως δεν έφυγες. Και πως μας κάνεις πλάκα. Πως θα σε δω και θα σου κάνω τράκα. Πως είσαι είσαι κάπου αραχτός. Με μια παρέα ξένων. Τον Πρίσλεϊ, τον Μάρλεϊ, τον Λένον. Σε έχω δει στον ύπνο μου, Ακόμα και στον ύπνο μου. Αν και νομίζω ότι κάτι είχα καπνίσει. Σε βλέπω σε όσα ζω. Το ξέρεις σε αγαπώ. Απο την ανατολή, μέχρι την δύση. Όσα και να περάσουν χρόνια Εγώ τη φωνή σου θα ακούω όταν κελαηδούν τα αηδόνια. Και όταν θα ανθίζουν οι αμυγδαλιές Θα 'μαι ξανά μικρός Και θα με παίρνεις χίλιες αγκαλίες