Τα βράδια ντύνεται η ψυχή μου, κορίτσι στολίζεται Βγαίνει στους δρόμους, τραγουδάει, χορεύει, ψωνίζεται Περνάει μια βόλτα από το κέντρο και πάει στα προάστια Φοράει τα ρούχα της μαμάς κι ας της είναι τεράστια Μιλάει σ' αγνώστους και φλερτάρει με τύπους και τύπισσες Θυμάται ακόμα που την έφτυσες και που τη χτύπησες Πίνει ποτά απ' τα τραπέζια εκείνων που φεύγουνε Μπαίνει σε άσχετες παρέες μα την αποφεύγουνε Μονάχα απαίσιοι, γλοιώδεις την παίρνουν στα γόνατα Την πασπατεύουν, τη σαλιώνουν, της κάνουν δαγκώματα Αυτή σιχαίνεται, ουρλιάζει και πέφτει στο πάτωμα Γύρω γελάν και τη χλευάζουν ηλίθια άτομα Και καταλήγει μες στον δρόμο ιδρωμένη απ' τη μάχη της Να μην την παίρνουν τα ταξί και να κλαίει μονάχη της Πασαλειμμένη με κραγιόνια, με ρουζ και με μάσκαρες Να τη ρωτάν περαστικοί "βρε, ψυχή μου, πού τράκαρες;" Και να τη βρίσκει η ανατολή σ' ένα πάρκο να κείτεται Από φωτιές, από σεισμούς και πολέμους να πλήττεται ♪ Να αιμορραγεί και να ζητάει να γυρίσει στο σπίτι της Σε κάποιο σπίτι μίας πόλης νεκρής κι ακατοίκητης