Όπου κοιτάζω να κοιτάζεις όλη η Ελλάδα ατέλειωτη παράγκα παράγκα, παράγκα, παράγκα του χειμώνα κι εσύ μιλάς σαν πτώμα Ο λαός, ο λαός στα πεζοδρόμια κουλούρια ζητάει και λαχεία κοπάδια, κοπάδια, κοπάδια στα υπουργεία αιτήσεις για τη Γερμανία Κυράδες, φιλάνθρωποι παπάδες εργολαβίες, ψαλμωδίες και καντάδες Η Ευανθούλα κλαίει πριν να κοιμηθεί την παρθενιά της βγάζει στο σφυρί Στα γήπεδα η Ελλάδα αναστενάζει στα καφενεία μπιλιάρδο, καλαμπούρι και χαρτί Στέκει στο περίπτερο διαβάζει φυλλάδες με μιάμιση δραχμή Όχι, όχι αυτό δεν είναι τραγούδι Είναι η τρύπια στέγη μιας παράγκας Είναι η γόπα που μάζεψε ένας μάγκας Κι ο χαφιές που μας ακολουθεί.