Εγώ ο Μπέρτολτ Μπρεχτ είμαι από τα μαύρα δάση, η μάνα μου στις πολιτείες με κουβάλησε, σαν ήμουνα ακόμα στην κοιλιά της, και των δασών η παγωνιά μέσα μου θα 'ναι ως το θάνατό μου Έχω, έχω το σπίτι μου στην πολιτεία της ασφάλτου, φορτωμένος από την αρχή με όλα τα μυστήρια του θανάτου με εφημερίδες, με καπνό και με ρακή, καχύποπτος και τεμπέλης κι ευχαριστημένος στα στερνά Φέρομαι φιλικά στους ανθρώπους φορώ καθώς το συνηθίζουν ένα σκληρό καπέλο, λέω, είναι ζώα που μυρίζουν τελείως ιδιότροπα και λέω πάλι, δε βαριέσαι έχω κι εγώ την ίδια μυρουδιά Το πρωί στο γκρίζο χάραμα τα έλατα κατουράνε, και τα ζωύφιά τους τα πουλιά αρχίζουν να φωνάζουν Κείνη την ώρα αδειάζω το ποτήρι μου στην πόλη πετάω τ' αποτσίγαρό μου και ανήσυχος κοιμάμαι Απ' αυτές τις πολιτείες θα απομείνει εκείνος που διάβηκε από μέσα τους ο άνεμος, δίνει χαρά το σπίτι σ'αυτόν που τρώει, τ' αδειάζει Ξέρουμε ότι είμαστε περαστικοί κι ότι ύστερα από μας τίποτα τ' αξιόλογο δε θα ρθει. Ελπίζω στους σεισμούς που μέλλονται για να 'ρθουν, να μην αφήσω τη Βιρτζίνιά μου απ' την πίκρα να μου σβήσει Εγώ ο Μπέρτολτ Μπρεχτ από τα μαύρα δάση, ξερασμένος στις πολιτείες της ασφάλτου μέσα στη μάνα μου σε πρώιμη εποχή