Μες το σκοτάδι πάλι περνάει, το παλικάρι που σ' αγαπάει. Φυλής και Σπάρτης στρίβει γωνία, και τονε τρώει η αγωνία. Την αγάπη σου έχεις δώσει, σ' έναν άλλον πιο λεφτά, μα τα χείλια σου ζητάνε, του λεβέντη τα φιλιά. Κλαίει άκου, σαν μικρό παιδάκι, βρε έβγα για λίγο στο μπαλκονάκι. Μη του χαλάς άλλο χατίρι, βάλε στις δυο το ξυπνητήρι. Και μην ακούς άλλον κανένα, αφού το θέλεις το παιδί, πιο πολύ κι απ' το χρυσάφι, η αγάπη η αληθινή. Σε βλέπω τώρα που κατεβαίνεις, και την ψυχούλα μου πως τη γλυκαίνεις. Βρε άιντε και τρέχεις στην αγκαλιά του, και πάει να σπάσει η δόλια η καρδιά του. Γεια στα χέρια σου βρε Θεέ μου, που 'πλασες τέτοιες ψυχές, που γουστάρουν την αγάπη, δίχως τζιριτζάντζουλες. Γεια στα χέρια σου βρε Θεέ μου, που 'πλασες τέτοιες ψυχές, που γουστάρουν την αγάπη, δίχως τζιριτζάντζουλες.