Ληστέψανε την τράπεζα Και τι με νοιάζει εμένα; Δεν είμαι με κανένα Σου λέω καλά της κάνανε Γιατί μας προκαλούσε Γεμάτη εκατομμύρια Ενώ κι ο Θεός πεινούσε Περαστικοί, αδιάφορα Εκάτσαν και κοιτούσαν Του διευθυντή της οι κοιλιές Κι αυτούς τους ενοχλούσαν Κάποιος πανικοβλήθηκε Μπας κι ήτανε ο γιος του Κι ο ιδρωμένος λογιστής Μπας κι ήταν ο ανεψιός του Κι όσο για τον ταμία που πήγε ν' αμυνθεί Όταν αναρωτήθηκε για ποιον και το γιατί "στα τέτοια μου" ψιθύρισε Και γέμισε τις τσάντες "Άντε, και καλή τύχη μάγκες!" Στο μπάτσο βλέπεις πέρασε μονάχα η κοροϊδία Να έχει την ψευδαίσθηση πως είναι εξουσία Και τώρα η χήρα του με δύο ορφανά Με τρεις κι εξήντα σύνταξη, τη μοίρα βλαστημά Και μια άγνωστη αιτία Ψωροκορώνα γράμματα στο τζόγο της ζωής "Επάγγελμα;" "Ποιο επάγγελμα;" "Τι επάγγελμα;" "Ληστής" Τα τέρατα δικάστηκαν με μάρτυρα την πείνα Αποκλεισμένα μια ζωή σε ακούσια καραντίνα Η απελπισία περίστροφο και σφαίρες της οι ανάγκες Άντε, και καλή τύχη μάγκες Άντε, και καλή τύχη μάγκες Άντε, και καλή τύχη μάγκες