Δυο καράβια στο λιμάνι, διαμαντένια η άμαξα Και χρυσάφια στο λαιμό και στα χέρια του φορά. Τα πιο πλούσια χωράφια έχει ο Παρασκευάς Και δε σκέφτεται ποτέ αν εσύ τον αγαπάς. Και ζει τη ζωή του έτσι Και τους φτωχούς προσπερνά. Ώσπου στο δρόμο βγαίνει, νάτος Και συναντά το Θωμά. Με το γέρο γάιδαρό του, στο δισάκι του ψωμί, Ροζ είν' το χαμόγελό του κι η αγελάδα του μικρή. Ο Παρασκευάς φωνάζει δώσ' μου γάλα και διψώ, Τα μελέτησα καλά, θα σου δώσω εκατό. Κράτα τα λεφτά σου κι έλα Από το γάλα να πιεις. Ότι η ζωή σού δίνει, μάθε, Δεν έχει πια αμοιβή. Γάλα ήπιανε παρέα, τον ξεγέλασα κι αυτόν. Ο Παρασκευάς γελούσε, αλλά έκλαιγε ο Θωμάς