Άμα ρωτήσουν που χάθηκα πες τους απλά πως τρελάθηκα, πες τους Ότι δε γούσταρα τις συμβουλές τους, ούτε να ζω στις ενοχές τους Πες του πως έγινα άνεμος, ήλιος, σκοτάδι, ποτάμι και πλάτανος Στίχος γραμμένος στο μάρμαρο να μην μπορεί να με σβήσει ούτε ο θάνατος Άμα ρωτήσουν που χάθηκα πες τους απλά πως τρελάθηκα, πες τους Ότι δε γούσταρα τις συμβουλές τους, ούτε να ζω στις ενοχές τους Πες του πως έγινα άνεμος, ήλιος, σκοτάδι, ποτάμι και πλάτανος Στίχος γραμμένος στο μάρμαρο να μην μπορεί να με σβήσει ούτε ο θάνατος Με μια καρδιά χαλασμένη γυρίζω κι ένα μυαλό κολλημένο σου γράφω Είπα θα φύγω μακριά απ' όλα αυτά Που μου 'διναν ζωή και με 'καναν να υπάρχω Βρήκα ένα μέρος με σύννεφα να μου θυμίζει το σήμερα Βρήκα ένα τόπο με πέτρες και βράχια για να θυμάμαι τ' ανθρώπινα μάτια Έφτιαξα μόνος μια θάλασσα απέραντη Για να θυμάμαι το μίσος που παντού συνάντησα Να μου θυμίζουν τα κύματα που ό,τι κι αν έκανα δεν τα σταμάτησα Άνοιξα τρύπες στο χώμα για να ξυπνήσω τα φίδια Να μου θυμίζουν ανθρώπους δικούς μου κι εκείνη τη μέρα που με δάγκωσαν μες στα χείλια Έπεσα μέσα στο χείμαρρο κι όσο πνιγόμουν από την εξάντληση Τόσο θυμόμουν τις μέρες που χόρευα με την εξάρτηση Μάχη χαμένη, μάχη σκληρή μάχη άνιση κι ο καταρράκτης μπροστά μου πλησίαζε Τότε θυμόμουν τις μέρες που η αγάπη σου απ' τη ζωή μου απουσίαζε Πήρα στην πλάτη μου τα δυο βουνά που ερωτεύτηκα Για να θυμάμαι το πόσο ακλόνητη στάθηκε η αλήθεια μας μπροστά στα ψέματα Πήρα μαζί μου τα πάντα μου απ' τα καλύτερα χρόνια μέχρι τα χειρότερα βράδια μου Κι άφησα πίσω αποτσίγαρα και μια φωνή για να ακούς τα κομμάτια μου Άμα ρωτήσουν που χάθηκα πες τους απλά πως τρελάθηκα, πες τους Ότι δε γούσταρα τις συμβουλές τους, ούτε να ζω στις ενοχές τους Πες του πως έγινα άνεμος, ήλιος, σκοτάδι, ποτάμι και πλάτανος Στίχος γραμμένος στο μάρμαρο να μην μπορεί να με σβήσει ούτε ο θάνατος Άμα ρωτήσουν που χάθηκα πες τους απλά πως τρελάθηκα, πες τους Ότι δε γούσταρα τις συμβουλές τους, ούτε να ζω στις ενοχές τους Πες του πως έγινα άνεμος, ήλιος, σκοτάδι, ποτάμι και πλάτανος Στίχος γραμμένος στο μάρμαρο να μην μπορεί να με σβήσει ούτε ο θάνατος Δίχως πυξίδα γυρίζω και με σπασμένο κατάρτι Δεν έχω χάρτη, είν' η καρδιά μου λιμάνι και όλοι οι άνεμοι σκάρτοι Έπαψα ν' αναζητώ τη στεριά της, πάει καιρός που την έψαχνα απέναντι Πίστεψα πως θα σέρνεται στα δεσμά της για πάντα, μα είν' η ψυχή μου απέραντη Πέρασαν κύματα μα ούτε στιγμή δεν απόρησα Πέρασαν βράδια δίχως ελπίδας σημάδια κι όμως προχώρησα μες στα σκοτάδια Ανάμεσα μέσα σε εκείνους που είχαν τη δύναμη να με σκοτώσουνε πριν το ξημέρωμα Μα ήταν αδύναμοι να σκοτωθούν κι είδα το θάνατο σαν λευτέρωμα Έπεσα μες στον Αχέροντα κι έγινα πέτρα που σμίγει ποτάμια Μέλλον - παρόν αλληλένδετα το παρελθόν με αγκαλιάζει σφιχτά με πλοκάμια Βρήκα μια κόλαση αφύλαχτη κι έγινα δαίμονας γιατί φοβήθηκα Άδειασα τόσο το "μέσα" μου που δεν κατάλαβα πως αγαπήθηκα Έμεινα ανήμπορος κόντρα σ' εκείνα που μ' έριξαν άδικα κι έκαψα φλέβες Μέσα στο κρύο μου κι όμως ούτε στιγμή δε ζεστάθηκα Βρήκα ένα μέρος ακίνδυνο στις αναμνήσεις πάνω να δέσω τις λέξεις μου Και αν δε μου βγαίνει μια μέρα η φωνή ίσως μπορέσεις ν' ακούσεις τις σκέψεις μου Άμα ρωτήσουν που χάθηκα πες τους απλά πως τρελάθηκα, πες τους Ότι δε γούσταρα τις συμβουλές τους, ούτε να ζω στις ενοχές τους Πες του πως έγινα άνεμος, ήλιος, σκοτάδι, ποτάμι και πλάτανος Στίχος γραμμένος στο μάρμαρο να μην μπορεί να με σβήσει ούτε ο θάνατος Άμα ρωτήσουν που χάθηκα πες τους απλά πως τρελάθηκα, πες τους Ότι δε γούσταρα τις συμβουλές τους, ούτε να ζω στις ενοχές τους Πες του πως έγινα άνεμος, ήλιος, σκοτάδι, ποτάμι και πλάτανος Στίχος γραμμένος στο μάρμαρο να μην μπορεί να με σβήσει ούτε ο θάνατος