Μονάκριβή μου εσύ στον κόσμο μου λες στο τελευταίο σου γράμμα Πάει να σπάει το κεφάλι μου, σβήνει η καρδιά μου. Αν σε κρεμάσουν, αν σε χάσω θα πεθάνω. Θα ζήσεις καλή μου, θα ζήσεις. Η ανάμνησή μου μαύρος καπνός θα διαλυθεί στον άνεμο. Θα ζήσεις αδερφή με τα κόκκινα μαλλιά της καρδιάς μου. Οι πεθαμένοι δεν απασχολούν πιότερο από ένα χρόνο τους ανθρώπους του εικοστού αιώνα. Ο θάνατος ένας νεκρός που τραμπαλίζεται στην άκρη ενός σχοινιού. Σε τούτο εδώ το θάνατο δεν αντέχει η καρδιά μου. Ο θάνατος ένας νεκρός που τραμπαλίζεται στην άκρη ενός σχοινιού. Σε τούτο εδώ το θάνατο δεν αντέχει η καρδιά μου. Μα να 'σαι σίγουρη πολυαγαπημένη μου αν το μαύρο και μαλλιαρό το χέρι κάποιου φουκαρά ατσίγγανου περάσει στο λαιμό μου τη θηλιά, άδικα θα κοιτάνε μες στα γαλάζια μάτια του Ναζίμ να δουν το φόβο. Στο σούρπωμα του στερνού μου πρωινού θα δω τους φίλους μου κι εσένα. Και δε θα πάρω μαζί μου κάτω απ' το χώμα παρά μόνο την πίκρα ενός ατέλειωτου τραγουδιού. Μέλισσά μου με τη χρυσή καρδιά, με τα μάτια πιο γλυκά απ' το μέλι τι κάθισα και σου 'γραψα πώς ζήτησαν το θάνατό μου. Η δίκη μόλις άρχισε δε κόβουν δα και στα καλά καθούμενα έτσι το κεφάλι ενός ανθρώπου σαν να 'τανε γογγύλι. Έλα, έλα μη μου σκας όλα αυτά 'ναι μακρινά ενδεχόμενα. Έλα και μη ξεχνάς πως η γυναίκα ενός φυλακισμένου δεν κάνει να 'χει μαύρες έγνοιες.