Στην ανηφόρα στο στενό δεκάξι δεκαεφτά χρονώ κορίτσι μαραζώνει γεράνι στο μπαλκόνι και παίρνω τον ανήφορο υφρδι και στημόνι σπαθί το χελιδόνι και παίρνω τον ανήφορο Γεμίζ' η γειτονιά φωνές το 'χεις κρυφό και δεν το λες κρυφό παράπονό μου στο γύρισμα του δρόμου η αγάπη μου μαράθηκε της τάξανε στεφάνι χρόνια και δεν εφάνη η αγάπη μου μαράθηκε Κι εγώ της φύτεψα σταυρό στον ύπνο ψάχνω να την βρω στον ύπνο μου γειτόνοι καρδιά και βαλαντώνει πικρό αγκάθι φύτρωσε βαθαίνει και ριζώνει σφυρί χτυπά στ' αμόνι πικρό αγκάθι φύτρωσε Κι γειτονιά σου φυλακή δεν είναι ξένοι ούτε δικοί να βγουν για παρηγόρια κι εμμείς, σαν ξεροβόρια να βγούμε ν' ανταμώσουμε να πλέξουμε το Μάη ποτάμι και κυλάει φιλί να ξαναδώσουμε