Φωθιά είναι τα χείλια σου, τα μάθια παραθύρια και τα γραμμένα φρύδια σου δυο τοξωτά γιοφύρια. Θωρείς με και λαβώνομαι, μιλείς μου και ματώνω, αχ, καντιφέ μου χάνομαι, στην αναπνιά σου λιώνω. Ποιος σ' έπλασε περίτεχνα ψηλό μελαχρινό μου και γίνηκες η μοίρα μου, το φως των αμαθιών μου. Ποιος σ' έπλασε περίτεχνα ψηλό μελαχρινό μου και γίνηκες η μοίρα μου, το φως των αμαθιών μου. Ποιος σ' έπλασε περίτεχνα αστήρευτή μου βρύση, με τέτοια θάματα ο Θεός τον κόσμο ας γεμίσει. Ποιος σ' έπλασε περίτεχνα αστήρευτή μου βρύση, με τέτοια θάματα ο Θεός τον κόσμο ας γεμίσει. Σαν περπατάς ανθίζουνε στη γλάστρα τα ζουμπούλια και στα ουράνια σμίγουνε Αυγερινός και Πούλια. Για χάρη σου γεννήθηκα για σένα ζω κι αντέχω, εσύ ορίζεις την καρδιά, την έχεις... δεν την έχω Ποιος σ' έπλασε περίτεχνα ψηλό μελαχρινό μου και γίνηκες η μοίρα μου, το φως των αμαθιών μου. Ποιος σ' έπλασε περίτεχνα ψηλό μελαχρινό μου και γίνηκες η μοίρα μου, το φως των αμαθιών μου. Ποιος σ' έπλασε περίτεχνα αστήρευτή μου βρύση, με τέτοια θάματα ο Θεός τον κόσμο ας γεμίσει. Ποιος σ' έπλασε περίτεχνα αστήρευτή μου βρύση, με τέτοια θάματα ο Θεός τον κόσμο ας γεμίσει. Ποιος σ' έπλασε περίτεχνα ψηλό μελαχρινό μου και γίνηκες η μοίρα μου, το φως των αμαθιών μου. Ποιος σ' έπλασε περίτεχνα αστήρευτή μου βρύση, με τέτοια θάματα ο Θεός τον κόσμο ας γεμίσει.