Αλήτεψα στων δρόμων τα φανάρια,
Και ανάσα να τους πρώτους μου καπνούς,
Με σύτεψαν ξενοίκιαστα λυχνάρια,
Στα βάσανα που αναθρεύει ο νους.
Σα μάντισσα που αντάμωσε ένα πνεύμα,
Και ανέσυρε μια αλήθεια μυστική,
Απάντησα και εγώ με ένα νεύμα,
Πώς με έσυρε απ' τον σβέρκο η μουσική.
Και όλος ο κόσμος χόρευε,
στο γύφτικο το γλέντι.
Λες και το υπαγόρευε,
η σκλάβα στον αφέντη.
Να σου η καρδιά δυνάμωνε,
και χτύπαγε με χάρη.
Λες και την ξεβαλσάμωνε,
το ντέφι του αρκουδιάρη.
Και όλος ο κόσμος χόρευε,
απάνω σε μπαρούτι.
Και απ'την αρχή συνόρευε,
η φτώχεια με τα πλούτη.
Τότε η καρδιά κατάλαβε,
και έπαψε να υποφέρει.
Και είπε θα ζει και θα γελα,
με ότι η ζωή της φέρει.
Εξόριστη από την ίδια μου τη σκέψη,
Μέρα τη μέρα έχανα το φως,
Μία αόριστη φωνή με είχε μπερδέψει,
Και ασχήμενε στα μάτια μου ο καιρός.
Μα, σαν μάγισσα που φόρεσε φουστάνι,
Και ξήλωσε στο πλάι τη ραφή,
Το ράγισα του χάρου το δρεπάνι,
Και ψήλωσε στα μέτρα μου η ζωή.
Και όλος ο κόσμος χόρευε,
στο γύφτικο το γλέντι.
Λες και το υπαγόρευε,
η σκλάβα στον αφέντη.
Να σου η καρδιά δυνάμωνε,
και χτύπαγε με χάρη.
Λες και την ξεβαλσάμωνε,
το ντέφι του αρκουδιάρη.
Και όλος ο κόσμος χόρευε,
απάνω σε μπαρούτι.
Και απ'την αρχή συνόρευε,
η φτώχεια με τα πλούτη.
Τότε η καρδιά κατάλαβε,
και έπαψε να υποφέρει.
Και είπε θα ζει και θα γελα,
με ότι η ζωή της φέρει.
Όλος ο κόσμος χόρευε.
Поcмотреть все песни артиста