Έχοντας τα χέρια μες στις τσέπες του βλέπει κάπου μακριά τη θάλασσα να φλέγεται· γελά. Τον εμπρηστή τον αναγνώρισε τι κι αν έφευγε σκυφτός τα λαθάκια του τα έκανε κι αυτός. Σε λίγο όμως μια σκέψη ακατάβλητη του γαζώνει τα μυαλά, ιδρώνουνε τα χέρια του ξανά. Τον εμπρηστή τον αναγνώρισε τι κι αν έφυγε σκυφτός γιατί ήταν ο ελάχιστος εαυτός. Ο ελάχιστος λέμε, ο νοσταλγός της αρχής, που το άσπρο στο μάτι του έχει γεμίσει με βρύα, ο ξενιστής των ονείρων, που αλλοιώνει τα σχήματα κι αναγκάζει το χώρο να παθαίνει ναυτία. Ίδιος με θόρυβο ψυγείου σ' άδειο σπίτι, που δένει αρμονικά με τον άλλον του σύμπαντος και υφαίνουν τον τρόμο και μετά την πίστη.