Βρέχει ασταμάτητα και ξάφνου, μια γυναίκα, σαν πουλί ξεπαγιασμένο, προχωράει κι αποφεύγει τα νερά. Τα μαλλιά της αντιστέκονται στο κρύο και ανάμεσα στα πόδια της η φούστα, τρομαγμένη καταφύγιο ζητά. Από ποιο αστροπελέκι πηγάζει η δύναμή της, από ποια νεροποντή τ' όνομά της, από ποιο λιανοβρόχι τα μάτια της; Προχωράει σ' ένα φόντο από τοίχους. Οι βροντές, μα και του κεραυνού η λάμψη, την κάνουν να βαδίζει βιαστικά. Προχωράει αδιαφορώντας για όλα εκείνα τα μυστήρια που το βήμα της ραντίζει, που η φούστα της στον άνεμο κεντά. Από ποιο αστροπελέκι πηγάζει η δύναμή της, από ποια νεροποντή τ' όνομά της, από ποιο λιανοβρόχι τα μάτια της; Ποια φωνή αγαπημένη, ποια βιασύνη; Και οι χτύποι απ' τα τακούνια της στο δρόμο κατά ποιο αυτί γλιστράνε ηδονικά; Την ομπρέλα της κρατά, προστατευμένη, κι η φιγούρα της, η μόνη παρουσία που τη νέκρα του τοπίου διασπά. Από ποιο αστροπελέκι πηγάζει η δύναμή της, από ποια νεροποντή τ' όνομά της, από ποιο λιανοβρόχι τα μάτια της;