Πίσω από την πόρτα στέκεται Κλέφτη σκιά και ακούει και γεύεται Την ευτυχία των αλλονών, γειτόνων, περαστικών Τη χαρά, το κλάμα των παιδιών, τα βογκητά των ζευγαριών Και δεν τον πήρε είδηση κανείς Αυτός ρουφάει τις στιγμές Το ρόλο του παίζει σ' αυτές Γίνεται σύζυγος, πατέρας, μάνα κι εραστής Σύντροφος συντρόφων κι εν ολίγοις ουρανών κριτής Και δεν τον πήρε είδηση κανείς Ανάσες ακούει μαγικές Για έρωτες, πάθη και δουλειές Τρώει απ' το πιάτο τους και πίνει απ' το νερό τους Φοράει τα ρούχα τους και ζει το όνειρό τους Και δεν τον πήρε είδηση κανείς Άξαφνα η πόρτα κλειδώνει Τα δάχτυλά του σαρώνει Αίμα, όμως, δεν του λέρωσε τα χέρια Γιατί είχε μείνει αδειανός από στιγμές στα αστέρια Κι ήταν τόσο δυστυχής Γιατί άξαφνα δεν τον γνώριζε κανείς Και δεν τον γνώριζε κανείς