Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό σε μια παράξενη, αλλιώτικη χώρα, μια μάγισσα φτιαγμένη από κοράκου φτερό κι από τη λάσπη που άφησε πίσω μια μπόρα. Πήρε ένα δρόμο, λοιπόν, κάποιο πρωί βροχερό κι εκεί που πήγαινε, βρήκε ένα νιο μορφονιό με καμπόσο νιονιό κι έτσι για να περνά την ώρα τού έκανε ξόρκι μαγικό να λέει ό, τι έχει στην ψυχή δίχως ζόρι και στανιό. Λίγο πιο 'κει και παρά πέρα βρήκε άλλο νιο (εξίσου μορφονιό) που είχε τη μύτη του μικρή και μία χαίτη για μαλλί. Πήρε απόφαση γι' αυτό να κάνει κι άλλο μαγικό: να παίζει ο νέος μουσική και να 'χει κούτρα καραφλή. Δρόμο πήραν, δρόμο αφήσαν κι ύστερα ανταμωθήκαν σ' ένα ξέφωτο γυμνό από δέντρα και νερό δυο μαγεμένα σερνικά που από τα μάγια της δεθήκαν και ως την αυγή την βγάλανε με της φωτιάς τραγούδι και χορό. Και έγιναν όλα μουσική και κάθε εικόνα έγινε ρίμα, ήταν η μάγισσα εκεί κι όλα ήταν πρίμα. Και στης αρχής τη σιγαλιά τα ξόρκια δέσανε σαν ποίημα, μας είχε η μάγισσα αγκαλιά κι ήτανε σύρμα. Έτσι περνούσε ο καιρός, οι μέρες, τα λεπτά, τα χρόνια, τα μάγια ρίζωσαν στο κορμί τους, μα κάτιτι πήγε στραβά. Ο ένας μορφονιός πήρε κιλά παραπανίσια και του αρέσαν τα καψώνια και του αλλουνού το μερτικό να πίνει και να χάνει τον χαβά. Όλα καλά και μαγικά, τις παρενέργειες συνηθίσαν με μια κιθάρα και κρασί, χαρτί λευκό και ό, τι να 'ναι παίζαν τις νύχτες μουσική, κι ούτε τις μέρες σταματήσαν. Νυσταγμένοι μια φορά κάναν μια στάση για να φάνε, μα ήταν τα ξόρκια αυστηρά και τραγουδούσανε συγχρόνως. Άκουσε η μάγισσα η τρελή κι ήρθε πετώντας με ένα παράξενο φλασκί γεμάτο με ζουμί να πιούν κι όλα τα μάγια να λυθούν δεόντως. Αλλά απ' το κέφι της αυτή το ήπιε όλο, και τώρα η μάγισσα είναι νεκρή. Δεν είναι αλήθεια, δεν μπορεί, δε μας χωράει αυτή η χώρα. Είναι η μάγισσα νεκρή, άρχισε η μπόρα. Και μέχρι να 'ρθει το πρωί, τι κάνουμε αδερφέ μου τώρα, που 'ναι η μάγισσα νεκρή, βρήκε την ώρα... Την άφησαν λοιπόν εκεί, μαρμαρωμένη και νεκρή και φτιάξανε από κοινού ένα τραγούδι και γι' αυτή να την τιμήσουν. Βάλαν τα ρούχα τους τα γκρι, ρίξανε δάκρυ πολύ, ώσπου να καταλάβουν ότι τα μάγια σ' ένα άλλο κόσμο θα τους κλείσουν. Ψάξαν παντού, κάθε εικόνα φτιάχναν ρίμα και την αλήθεια μου να πω παιδευτήκαν για καιρό, όμως τα μάγια δε λυθήκαν κι είναι κρίμα. Αυτή η μάγισσα η νεκρή δεν είχε όσιο και ιερό. Τώρα για χρόνια και καιρούς θα βολοδέρνουμε κι οι δύο κι ο μαγεμένος μας ο νους θα ψάχνει αντίο. Μα είναι τα ξόρκια δυνατά κι ας τρεμοσβήνει το κερί, έχει τα μάτια ανοιχτά, μα είναι νεκρή.