Φυσά το στόμα της οργής όλα τα λόγια που 'χες πει χτες ξέψυχα πέσανε στο πάτωμα λεκές πηχτός σαν αίμα, μουσκεύει και τρυπά το δέρμα μ' ένα σου βλέμμα σημαδεύεις το τέρμα. Σβήνεις τα φώτα κι αμπαροκλείνεσαι, αναρριχιέσαι στο ταβάνι κι αφήνεσαι, πνίγεται η ανάσα σου απ' το σάλιο σαν αράχνη γριά, η σκέψη μπαίνει κατακέφαλα κι αδράχνει ξανά κουβέντες ψίχουλα και ποίηματα κουρέλια σε γαργαλάνε και σε πιάνουνε τα γέλια, χάνεις ολότελα τα συννενοημένα σεισμοί συθέμελοι σου γκρέμισαν τα φρένα. Νιώθεις το τέλμα κι ο αδυσώπυτος μονόλογος με τη φωνή σού ψιθυρίζει "Είσαι υπόλογος" για όσα φορέσαν στην ψυχή σου τα κλεμμένα, τα καλοταίριαξαν να γίνουμε όλοι ένα. Γι' αυτό το ξέρασες χτες βράδυ ηθελημένα, τα ξεφορτώθηκες σαν λέπια μαραμένα τα σωθικά και τα μυαλά σου αδειανά κλείνεις την πόρτα και δεν είσαι πουθενά. Στάσου στα πόδια σου, ίσιωσ' τα γόνατά σου, τράβα πιο κει να δεις κάτι ακούω στην πόρτα. Πήγαινε κι άνοιξε θα 'ναι η μοναξιά σου, πάντα αχρείαστη γι' αυτό χτυπάει πρώτα. Σήκω ν' ανοίξεις, βγάλτο κεφάλι να δεις κάτι είναι σίγουρα εκεί έξω σε φωνάζει, Κάποιος φίλος σε γυρεύει στο κατώφλι να βγεις, έχεις τα φώτα σβηστά γι' αυτό δειλιάζει. Άνοιξε το παράθυρό να μπει το μεσημέρι, μη χτίζεις το κελί σου και εγκλωβίζεσαι, άμα φοβάσαι, χειροκροτάς με το ένα χέρι και από λίγο στο σκοτάδι παραδίνεσαι. Don't close the windows As long as the wind blows Don't lock your own cage There's got to be a change Vague is to be one hand clapping in vain Χειροκροτάς απ' το κλουβί με θόρυβο κι αντάρα, τα δάχτυλα όλα σπάζεις για να φυτρώσει η λαχτάρα, μετρώ τα βήματα σου πάνω κάτω πάνω πατάς τα λόγια να κολλήσουν εκεί χάμω. Χειροκροτάς, χτυπάς το χέρι στο ντουβάρι που έχει παλιό απ' το μέτωπό σου απομεινάρι και σε μια πρόκα πάνω πέφτεις που σε βάζει ψηλά στον τοίχο με τον φόβο σου να στάζει. Χειροκροτάς με το 'να χέρι – τι αστείο – θαρρείς πως σκίζεται η σιωπή στα δύο αφού θα μένεις στη φωλιά σου εκεί κλεισμένος ερημοσπίτης στην οδύνη σου πνιγμένος. Χειροκροτάς πιο δυνατά τον εαυτό σου πάλι, ποντίκια τρέχουν μες στο ανήσυχο κεφάλι με το 'να χέρι τα σκορπάς, τα φοβερίζεις τρύπες στη μνήμη σου απ' την άλλη αντικρίζεις. Άνοιξ' την πόρτα, άμα θες να τις γιατρέψεις κάλλιο τη μνήμη με αέρα να τη θρέψεις, λένε αν βγεις απ' το κλουβί σου θα καείς· χειροκροτώντας τη σιωπή δε θα σωθείς.