Είμαι τα πλούτη όλα που αρνιέται ένας φτωχός, τα αταίριαστα όνειρα που μοιράζεται ο τρελός είμαι σαν έρωτας κρυφός και ζηλευτός είμαι βροχή και δεν είμαι κανενός Άρχισα μ' ένα απόκοσμο και σιγανό μουρμούρισμα για να ταιριάξω τη φωτιά δίπλα στου χρόνου το φτερούγισμα, πικρό νανούρισμα διπλωμένο σαν βεντάλια με λέξεις αφόρετες και στιγμές ρετάλια. Χωρίς παρακάλια και ούτε τον φόβο για άγκυρα ψάχνω ένα κύμα αφού στα ψέματα παράγυρα κι από τα αδιάβατα ένα καλωσόρισες, εκεί που αφήνουν τη συγγνώμη τους κι οι φόνισσες. Κι αν απόρησες, φέρε στο νου μια γύρα το παρελθόν μου έχω βάψει με πορφύρα. Αν μοιάζει με αίμα, μισή ντροπή δική σου, στα σκιερά δεν αντέχει ακόμα η μπόρεσή σου. Κι εγώ η στιχομάνα ψάχνω στα ψιλά τα γράμματα μέρες σπαρμένες μάγια, νύχτες χωρίς κλάματα, κουβέντες ακριβές και χρυσωμένες, γκυκοταίριαστες με τις φαρμακωμένες. Και στο λευτέρωμα μου πάνω το απρόσμενο ψάχνω το πέρασμα με τ' όνειρο το επόμενο να μ' απλώσει σαν φως να μ' αλαφρώσει τώρα που σ' εχω δίπλα μου στερνή μου γνώση. Σύρε μαζί μου και στα όμορφα αφήσου χρόνε αφέντη, εγώ δεν είμαι δουλευτής σου. Είμαι σαν έρωτας κρυφός και ζηλευτός, είμαι βροχή και δεν είμαι κανενός. Είμαι τα πλούτη όλα που αρνιέται ένας φτωχός, τα αταίριαστα όνειρα που μοιράζεται ο τρελός είμαι σαν έρωτας κρυφός και ζηλευτός είμαι βροχή και δεν είμαι κανενός. Είμαι σαν φόβος στα γόνατα γυρτός, φθηνοπλήρωτη κατάρα που αφήνει ο εχθρός, μάγια σπαρμένα στη νύχτα σαν το φως κι ευτυχώς δεν είμαι κανενός. Έκανα πρόβα τα ξόρκια μες στα σκοτάδια, γέμισα φως στα νυσταγμένα μου βράδια. Ύπνος και θάνατος, φόβος και ρώτημα βουίζουν στα μελίγγια μου μουρμουριστά και μόνιμα. Τόλμημα η ανάσα μου στα όνειρα τα επόμενα μια ψίχα λογικής στυλώνει τ' απρόσμενα κι όλο το υπόλοιπο αέρας και ψιχάλα με τα ηλιοφέγγαρα ξοπίσω μου φευγάλα. Δε θα με πιάσουν κι η πείρα μου το ξέρει, είμαι βροχή, σύννεφο, βουή και αγριοκαίρι. Έτσι πετώ και τραγουδώ, στο χώμα πέφτω και χτυπώ παρά τον πόνο μου ανασαίνω και γελώ. Σε είχα πάρει απόμερα και στο 'χα πει και πάλι δεν είμαι κανενός, μόνο μια ρίζα μου τρυπά το κεφάλι δένει τα χέρια μου γερά πισθάγκωνα, μην αρπαχτώ απ' τα ψέματα και της συγγνώμης τ' άρωμα. Βλέπω τριγύρω σκιές, είναι δικές μου και ξένες, μπλέκουν στα πόδια μου διπλά μετανιωμένες. Τις ξορκίζω, τις πατώ, στα περασμένα τις πετώ με πορφύρα τις ξεπλένω, με νερό τις ξεδιψώ. Όμως μ' αρπάνε απ' τον λαιμό και με κλειδώνουν στο χαμό γίνομαι φόβος στο λεπτό, σαν κατάρα από εχθρό. Τραβολογιέμαι εδώ κι εκεί μοιάζω μεγάλος, μικρός, αλλά ευτυχώς δεν είμαι κανενός.